Διαμεσολαβηση
σε οικογενειακές διαφορές
σε οικογενειακές διαφορές
Πώς γίνεται οικογενειακές συγκρούσεις που συσσωρεύονται σταδιακά για μήνες και χρόνια να επιλυθούν άμεσα με διαμεσολάβηση;
Πώς μπορεί να βρεθεί μία βιώσιμη λύση που θα επιφέρει ομόνοια στην οικογένεια αντί για μια δικαστική μάχη που μπορεί να συνεχίζεται για χρόνια;
Στην Ελλάδα, από το 2010, με τον Νόμο 3898/2010, χρησιμοποιείται η οικογενειακή διαμεσολάβηση κατά τη διάρκεια διαδικασιών χωρισμού και διαζυγίου για να ρυθμίζει ζητήματα όπως η γονική μέριμνα, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας ή επίσκεψης και οικονομικά θέματα, όπως η διατροφή συζύγου και παιδιού, η αποζημίωση και η κατανομή περιουσιακών στοιχείων και οφειλών.
Η διαμεσολάβηση παρέχει στους γονείς ένα πεδίο διαλόγου όπου μπορούν να εκφρασθούν και να εξερευνήσουν τα συναισθήματα θυμού και φόβου που τους διακατέχουν, καθώς και τις ανάγκες τους και τις ανάγκες του παιδιού.
Ακόμη και μια διαδικασία διαμεσολάβησης η οποία δεν καταλήγει σε συμφωνία ανοίγει τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των γονέων, δημιουργεί πεδίο διαλόγου, οδηγώντας με τον τρόπο αυτόν στην αποκλιμάκωση της μεταξύ τους σύγκρουσης και επιτρέποντάς τους να έχουν καλύτερες σχέσεις στο μέλλον, π.χ. εστιάζοντας μόνο σε ορισμένα σημαντικά επίμαχα ζητήματα – προς όφελος του παιδιού ή των παιδιών τους.
Με την οικογενειακή διαμεσολάβηση μπορούν να επιλυθούν ζητήματα που αφορούν
• τον τόπο διαμονής του παιδιού
• την πιθανή μετεγκατάσταση του παιδιού ή/και ενός ή και των δύο γονέων
• τους μακροπρόθεσμους διακανονισμούς περί διαβίωσης
• τη διατροφή και την επαφή με τον απόντα γονέα κ.λπ.
Στην αρχή της διαδικασίας διαμεσολάβησης, τα μέρη μπορεί να μην διακρίνουν απολύτως καμία διέξοδο από αυτήν τη δυσεπίλυτη κατάσταση: πώς γίνεται συγκρούσεις που συσσωρεύονται σταδιακά για μήνες και χρόνια να επιλυθούν με διαμεσολάβηση;
Η διαμεσολάβηση είναι μια εκούσια διαδικασία η οποία μπορεί να διακοπεί ή να τερματισθεί οποτεδήποτε το ένα ή αμφότερα τα μέρη το αποφασίσουν ή εάν και όταν ο διαμεσολαβητής διαπιστώσουν δεν ενδείκνυται στις δεδομένες περιστάσεις.
Οι διαμεσολαβητές είναι αμερόληπτοι, δηλαδη δεν παίρνουν το μέρος καμίας πλευράς ούτε εκδίδουν αποφάσεις, αλλά μάλλον ενεργούν ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των μερών, βοηθώντας τα μέρη να διευκρινίσουν τα ζητήματα τα οποία πρέπει να διευθετήσουν με δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο.
Οι διαμεσολαβητές δεν προτείνουν λύσεις ούτε παρέχουν νομικές συμβουλές – για τα θέματα αυτά, τα μέρη συμβουλεύονται τους δικηγόρους τους.
Οι διαμεσολαβητές τηρούν εμπιστευτικές όλες τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους.
Η συμφωνία που προκύπτει από διαμεσολάβηση ή το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς δημιουργεί δίκαιο καλύπτοντας, δυνητικά, τα εξής ζητήματα:
• συνήθης διαμονή του παιδιού και των γονέων
• διακανονισμοί περί διαβίωσης
• διατροφή
• δικαιώματα επικοινωνίας και επίσκεψης
• ταξίδια
• διγλωσσική και διπολιτισμική διαπαιδαγώγηση
Η διαμεσολάβηση είναι επίσης πολύ αποτελεσματική στη διευθέτηση διασυνοριακών οικογενειακών διαφορών που αφορούν την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας και την απαγωγή του παιδιού στο εξωτερικό από τον έναν γονέα. Σε αυτή την περίπτωση η διαμεσολάβηση έχει τα εξής χαρακτηριστικά. Είναι
• δι-εθνική: ένας διαμεσολαβητής από καθεμία από τις χώρες καταγωγής των γονέων
• δι-γλωσσική: και οι δύο διαμεσολαβητές πρέπει να μιλούν και τις δύο γλώσσες
• δι-φυλετική: ένας άνδρας και μία γυναίκα
• δι-επαγγελματική: ένας διαμεσολαβητής με ψυχοκοινωνική ή εκπαιδευτική επαγγελματική κατάρτιση και ο άλλος με νομική επαγγελματική κατάρτιση.
Αυτό το μοντέλο λειτουργεί θετικά για τα μέρη, καθώς επιτρέπει να αντικατοπτρίζεται το πολιτισμικό υπόβαθρο και των δύο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και να γίνονται κατανοητές οι γλώσσες, οι θέσεις, οι αξίες και οι προτεραιότητές τους.
Η διαμεσολάβηση αποτελεί μία ταχεία, οικονομική και ευέλικτη διαδικασία που οδηγεί σε αποκλιμάκωση της σύγκρουσης. Η δυναμική της βρίσκεται στον αυτοκαθορισμό των μερών, τα οποία επιδεικνύοντας υπεύθυνη συμπεριφορά λαμβάνουν αυτόνομες αποφάσεις και οδηγούν τις μεταξύ τους σχέσεις σε νέα ισορροπία.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του Srđan Šimac, Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κροατίας, στο ετήσιο συνέδριο διαμεσολάβησης του ADRg, το 2010, στην Οξφόρδη :
Οι γονείς ενός μικρού παιδιού προσέφυγαν στο δικαστήριο προκειμένου να ρυθμίσουν τα ζητήματα επικοινωνίας. Όταν στάθηκαν μπροστά στο δικαστή, εκείνος τους κοίταξε και ρώτησε καθέναν ξεχωριστά αν αγαπά το παιδί του. Η απάντηση και των δύο, ήταν αυτόματη. Σχεδόν προσβεβλημένοι και οι δύο γονείς διαβεβαίωσαν τον Δικαστή, για το αυτονόητο, ότι λατρεύουν το παιδί τους και πώς θα έκαναν τα πάντα για το καλό του. Τότε ο Δικαστής τους απάντησε: «Ε, λοιπόν, ξέρετε κάτι; Εγώ το παιδί σας δεν το αγαπώ! Και πώς θα μπορούσα άραγε να το αγαπώ; Δεν το γνωρίζω καν, κι όμως, ήρθατε σε μένα για να αποφασίσω τί θα κάνετε με το ίδιο σας το παιδί…